Μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος: Θουκυδίδης, Ιστορίαι Ι 143, 5
Η σχέση της Ελλάδας με τη θάλασσα είναι ένα μακρύ ταξίδι στο χρόνο, που διαρκεί μέχρι σήμερα, προσδίδοντας μεγαλειώδεις στιγμές στη χώρα μας - μιας χώρας που περιβρέχεται από θάλασσα κατά τις τρεις πλευρές της (ανατολικά, νότια και δυτικά) και αποτελείται από μια πλειάδα νησιών. Η «Ναυτική Τέχνη» των αρχαίων Ελλήνων αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο επάνω στο οποίο στηρίχτηκε ολόκληρο το οικοδόμημα της αρχαιότητας, καθώς και η επιβίωση της χώρας αλλά και η εδραίωση της ελευθερίας της.
Οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν τολμηροί θαλασσοπόροι. Το ανήσυχο πνεύμα των κατοίκων του Αιγαίου, τους οδήγησε στην ανακάλυψη των μυστικών της θάλασσας.
Τα παλαιότερα ναυτικά αρχαιολογικά ευρήματα προέρχονται από το Αιγαίον Πέλαγος, και δείχνουν ότι εκεί κυκλοφορούσαν μορφές πλοίων ήδη από τον 17ο με 14ο αι. π.Χ. Ιδίως, όμως, από το 8.000 π.Χ. έως το τέλος της ελληνιστικής περιόδου οι Έλληνες ανέπτυξαν τόσο πολύ τη ναυτική τέχνη, ώστε επί αιώνες ήταν οι κυρίαρχοι της Μεσογείου.
Η
μεγάλη πρόοδος της ναυτιλίας και της ναυπηγικής στο Αιγαίο επιτεύχθη από τους
Κρήτες κατά τους Μινωικούς χρόνους, από το 3.000 έως το 1.450 π.Χ. Ο Μίνωας, τρεις
γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο
Τα πρώτα πλοία στην αρχαία Ελλάδα ήταν μόνο με κουπιά, οι κόντοροι νήες.
Η πρώτη «πεντηκόντορος ναύς» (= με 50 κουπιά)
ήταν το πλοίο των Αργοναυτών, η Αργώ (Απολλόδωρος Α 7, 2), που κατασκεύασε ο γιος του Φροίξου Άργος από ξύλο φηγός (=
δρυς, βελανιδιά) της Δωδώνης (Απολλόδωρος Α 9,16. Κατ’
άλλους, ο πρώτος που ναυπήγησε πλοίο με 50 κουπιά, ήταν ο Δαναός, που
ταξίδεψε από την Αίγυπτο στο Άργος (1511 π.Χ.)
Τα μη κωπήλατα
πλοία (που κινούνταν με τα χέρια),
οι λάρνακες, ήταν κυρίως σκαφτοί
κορμοί δέντρων-εξ ου και σκάφη.
Ο Δευκαλίων, ο πατέρας του Έλληνα, του γενάρχη των Ελλήνων,
χρησιμοποίησε ως πλεούμενο μια λάρνακα προκειμένου να διασωθεί με τη γυναίκα του Πύρρα από τον
κατακλυσμό που έγινε επί των ημερών του (Απολλόδωρος Α 7, 2, Πάριο Χρονικό, 1529 π.Χ.). Εξάλλου, ο
Νώε με τη γυναίκα του, σύμφωνα με τη Γένεση (κεφ. 6-9) της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν οι μόνοι που διασώθηκαν από τον κατακλυσμό της εποχής
τους, μπαίνοντας μέσα σε μια κιβωτό -
κιβώτιο που μεταξύ των σανίδων του
υπάρχει μόνωση, προκειμένου να μην περνά μέσα το νερό.
Στο Αιγαίο κάπου μεταξύ του 2.000 και 1.500 π.Χ.
εμφανίστηκαν και τα πρώτα πανιά (ιστία). Η ανακάλυψη του ανέμου
ως
ανεξάντλητης πηγής ενέργειας και κινητήριας δύναμης για τα σκάφη (χωρίς να
επηρεάζεται πλέον από την σωματική κόπωση του πληρώματος), άνοιξε
νέους ορίζοντες, καθώς τα πλοία μπορούσαν πλέον να ταξιδεύουν για μεγάλα
χρονικά διαστήματα. Κατά τον Παυσανία («Ελλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά 11), εκείνος που επινόησε πρώτος ιστιοφόρα πλοία ήταν ο πατέρας του Ίκαρου, ο Αθηναίος
Δαίδαλος, στην Κρήτη, που πρόσθεσε τα πανιά προκειμένου να αναπτύξουν ταχύτητα και να διαφύγουν από το πολεμικό
ναυτικό του Μίνωα. (Πβ. Διόδωρος Σικελιώτης,
Βιβλιοθήκης Ιστορικής 4, 78).
Οι αρχαιότερες
διασωθείσες γραπτές μαρτυρίες για μεθόδους
κατασκευής πλοίων, ναυτική και ναυπηγική τέχνη είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια,
του Ομήρου. Η εμπειρία των μεγάλων ταξιδιών
είχε ως αποκορύφωμα το γεμάτο περιπέτειες ταξίδι γυρισμού του Οδυσσέα (Οδύσσεια, ε 253-260).
Γενικά η εδραίωση της ναυτικής παράδοσης των Ελλήνων,
στηρίχτηκε στη γνώση της αστρονομίας, που συνέβαλε στην ανάπτυξη και άλλων
επιστημών, καθώς και στη δημιουργία ναυτικών οργάνων και βοηθημάτων ναυτιλίας, που
όπως η πυξίδα, ήταν σχεδόν άγνωστα στους άλλους λαούς.
Από το 800 π.Χ. ως τον 5ο π.Χ. αιώνα,
οι περισσότερες Ελληνικές πόλεις-κράτη οι οποίες ήταν ναυτικές δυνάμεις,
άρχισαν να αναζητούν εδάφη και πόρους πέρα από την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να
ιδρύσουν αποικίες σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, Εύξεινο
Πόντο, Κάτω Ιταλία, Μαύρη Θάλασσα, Ηράκλειες Στήλες. Ο
αποικισμός υπήρξε κορυφαία περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, καθώς
αποτελεί μεγάλο βήμα στην εξέλιξη τον ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Λίγο αργότερα, το 480 π.Χ. η ναυτική ηγεμονία της Αθήνας με
τις ελληνικές πόλεις-κράτη συντρίβουν την περσική αρμάδα. Η ηρωϊκή Ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί το
κατεξοχήν κομβικό σημείο που καθόρισε το αποτέλεσμα των Περσικών Πολέμων. Αν η
Ελλάδα είχε ηττηθεί, δεν θα υπήρχε ο κλασικός πολιτισμός, ο Περικλής, η
Ακρόπολη, ενώ οι Πέρσες θα είχαν επεκταθεί προς την Ευρώπη.
Η
φράση Μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος
σημαίνει «αποτελεί
τεράστιο πλεονέκτημα η κυριαρχία στη
θάλασσα», και ανήκει στον θεμελιωτή της ναυτικής δύναμης της Αθήνας, τον
Θουκυδίδη (Ι 143, 5). Η πίστη των αρχαίων Ελλήνων στην αξία της θαλασσοκρατίας εκφράζεται και από τον Περικλή, τον Ηρόδοτο (Η 61), τον Ξενοφώντα
(Αθηναίων Πολιτεία Ι 1-2), τον Λυσία (Ολυμπιακός,
33, 1-9) και άλλους.
Στην Ελληνιστική Περίοδο
(το 334 π.Χ.), η κάθοδος από τον Μέγα Αλέξανδρο του Ινδού ποταμού και το ταξίδι
του από τις εκβολές μέχρι τον Περσικό Κόλπο, αποτελούν μια απ’ τις μεγαλύτερες
εποποιίες του Αρχαιοελληνικού Ναυτικού. Σύντομα η Ανατολική Μεσόγειος έγινε ελληνική
λίμνη προστατευμένη από τα καράβια των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών.
Το
ελληνικό Ναυτικό συνεχίζει διαχρονικά την πορεία του… Κι όταν το 1821 θα
ξεσπάσει η επανάσταση, θα διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο. Οι Έλληνες θα
νικηθούν ορισμένως στην ξηρά, ποτέ όμως στη θάλασσα. Και η ένδοξη Ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827, θα σφραγίσει
τη γένεση του
σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Η ιστορία του στόλου του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους αρχίζει το 1828, από τον Ιωάννη Καποδίστρια, με πρώτο Υπουργό Ναυτικών τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Έκτοτε, το ελληνικό ναυτικό, με τα αξιόπλοα πλοία και το αξιόμαχο έμψυχο δυναμικό του, θα επιδείξει την παρουσία του στην προστασία και την άμυνα της χώρας. Το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, ο δεύτερος κατ’ αρχαιότητα Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, εκτελεί επιχειρήσεις στη θάλασσα, με άγρυπνο βλέμμα, ώστε να διατηρεί ελεύθερα τα ελληνικά χωρικά ύδατα έναντι κάθε επιβουλής.
Να
σημειωθεί ότι το τέλος των κωπήλατων πολεμικών πλοίων και η ανατολή των ιστιοφόρων
στους κατά θάλασσα αγώνες έγινε στη θρυλική Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Η
ιστορική διαδρομή των 2.500 ετών, του κουπιού,
έχοντας ξεκινήσει από την Αργοναυτική εκστρατεία, έφθασε στο τέλος της,
θέτοντας ως κύριο μέσο πρόωσης το πανί, ενώ το ιστιοφόρο
καθιερώθηκε και ως πολεμικό πλοίο γραμμής.
Έκτοτε, η ναυτική τέχνη και η ναυπηγική, έχουν εμφανίσει τεράστια τεχνολογική
εξέλιξη.
Και επειδή ο αθλητισμός
συνιστά ένα αντίγραφο, έναν απόηχο της ανθρώπινης δραστηριότητας, θα κλείσω με
μια αναφορά στην ιστιοπλοΐα, που μετά την κολύμβηση και την κωπηλασία αποτελεί το τρίτο κυρίαρχο
άθλημα στον ναυταθλητισμό. Το άθλημα συνδυάζει την γοητεία της
θάλασσας με τις φυσικές ικανότητες των αθλητών, που επικοινωνούν με την απόλυτη
φύση, καλούμενοι όμως να διαθέτουν ετοιμότητα απέναντι στις δυσκολίες της
θάλασσας και γνώσεις μετεωρολογίας, αεροδυναμικής, κ.ά.
Η
ιστιοπλοΐα ως Ολυμπιακό άθλημα εμφανίστηκε το 1900 και από το 1908 αποτελεί
αγωνιστικό άθλημα των Ολυμπιακών Αγώνων. Και καθώς είναι από τα λίγα αθλήματα
στα οποία αθλητές με ή χωρίς αναπηρία διαγωνίζονται επί ίσοις όροις, το 2000 στο
Σίδνεϋ εντάχθηκε και στο αγωνιστικό πρόγραμμα των Παραολυμπιακών Αγώνων. Στην
Ελλάδα η εξάπλωση της ιστιοπλοΐας οφείλεται στα μοναδικά γεωγραφικά και
μετεωρολογικά πλεονεκτήματά, με αποτέλεσμα η χώρα αγωνιστικά να κατέχει μια από
τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη. Η αύξηση του ενδιαφέροντος για το άθλημα τελευταία
έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία πολλών κατηγοριών σκαφών. Ίσως η ιστιοπλοΐα, εξελίσσοντας
σε παγκόσμιο επίπεδο περαιτέρω τις τεχνολογίες, να καταστεί και το άθλημα του
μέλλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου